εὐαναλήπτως

εὐαναλήπτως
εὐανάληπτος
easy to recover
adverbial
εὐανάληπτος
easy to recover
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευανάληπτος — εὐανάληπτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που λαμβάνει, δέχεται κάτι εύκολα, αυτός που είναι ικανός για κάτι, ο επιδεκτικός αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασύρει εύκολα 2. ιατρ. α) αυτός που επανορθώνεται εύκολα β) (για μέλος τού σώματος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”